generalΩς  ουδετεροπενία ορίζεται  η μείωση του απόλυτου αριθμού των κυκλοφορούντων ουδετεροφίλων χαμηλότερα από το κατώτερο όριο της κανονικής κατανομής για ένα συγκεκριμένο εθνικό πληθυσμό. Ο απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων  διαφέρει ανάλογα την ηλικία και τη φυλή.

Είναι μικρότερος στα παιδιά από ότι στους ενήλικες. Οι φυσιολογικές τιμές για τον ολικό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων και τον απόλυτο αριθμό ουδετεροφίλων αλλάζει από την παιδική ηλικία έως την ενήλικη ζωή. Παιδιά <12 μηνών  θεωρούνται ουδετεροπενικά όταν ο απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων  πέσει κάτω των 1000/ μl, ενώ μετά την ηλικία των 10 οι φυσιολογικές τιμές ουδετεροφίλων κανονικά ξεπερνούν τα 1500/ μl [1]. Απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων  μεταξύ 1500 και  2500/μl για τη λευκή φυλή και 1400 με 1500/μl για την μαύρη φυλή, έχουν προταθεί ως κριτήρια διάκρισης για τον ορισμό της ουδετεροπενίας [1-4].

Τα ουδετερόφιλα δρουν ως ο σημαντικότερος μηχανισμός άμυνας του σώματος ενάντια σε οξείες βακτηριακές και ορισμένες μυκητιασικές λοιμώξεις, όπως και ως σπουδαίοι μεσολαβητές της φλεγμονώδους απάντησης. Τα ουδετερόφιλα συνήθως αποτελούν το 50-70% των κυκλοφορούντων λευκών αιμοσφαιρίων. Ωστόσο, καθώς τα κυκλοφορούντα ουδετερόφιλα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% των ολικών ουδετεροφίλων του σώματος, η αξιολόγηση του χαμηλού αριθμού ουδετεροφίλων  είναι δύσκολο να ερμηνευτεί. Στην πραγματικότητα η βαρύτητα της ουδετεροπενίας, που κλινικά αντικατοπτρίζεται από τον κίνδυνο λοίμωξης, βασίζεται στην ικανότητα του μυελού των οστών  να απελευθερώνει ουδετερόφιλα προς τους ιστούς παρά στον απόλυτο αριθμό ουδετεροφίλων.

Η ουδετεροπενία ορίζεται ως σοβαρή εάν ο απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων είναι μικρότερος των 500/μl, μέτριας βαρύτητας εάν είναι μεταξύ 500 και 1000/μl και ήπιας εάν παραμένει σε υψηλοτέρα επίπεδα μεταξύ 1000-1500/μl. Ως χρόνια  ορίζεται η  ουδετεροπενία που παραμένει πάνω από 3 μήνες [5]. Αυτή η διάκριση βοηθάει στην πρόβλεψη της πιθανότητας  λοιμώξεων σε ασθενείς με  ουδετεροπενία. Όσο βαρύτερη και χρονιότερη η ουδετεροπενία τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα λοίμωξης.  Γενικά, ο κίνδυνος λοίμωξης είναι αντιστρόφως ανάλογος του απόλυτου αριθμού ουδετεροφίλων.

  • Ήπια ουδετεροπενία ( 1000 ≤ ουδετερόφιλα < 1500 ) — ελάχιστος κίνδυνος λοίμωξης
  • Μέτρια ουδετεροπενία (500 ≤ ουδετερόφιλα < 1000 ) — μέτριος κίνδυνος λοίμωξης
  • Σοβαρή ουδετεροπενία (ουδετερόφιλα < 500 )  — μεγάλος κίνδυνος λοίμωξης

Οι ουδετεροπενίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν βάσει τον υποκείμενο παθοφυσιολογικό μηχανισμό. ελαττωμένη παραγωγή ουδετεροφίλων στον μυελό των οστών, μη-αποδοτική  παραγωγή ουδετεροφίλων, ελάττωση της κυκλοφορούσας δεξαμενής ουδετεροφίλων (ψευδό-ουδετεροπενία). Ωστόσο αυτή η κατηγοριοποίηση απαιτεί εξέταση της κινητικής των ουδετεροφίλων, που κάνει δυσχερή τη χρήση της. Η αιτιολογική κατηγοριοποίηση χωρίζει τις ουδετεροπενίες σε δύο μεγάλες ομάδες: πρωτοπαθείς ή συγγενείς και δευτερογενείς ή επίκτητες (Πίνακας 1) [6].

Πίνακας 1. Αιτιολογική ταξινόμηση ουδετεροπενιών.

Συγγενείς

Επίκτητες

 Καλοήθης οικογενής ουδετεροπενία

 Μεταλοιμώδης (ιδιαίτερα ιογενείς λοιμώξεις)

 Σοβαρή συγγενής ουδετεροπενία (Σύνδρομο   Kostmann)

 Φαρμακευτική

 Συγγενή σύνδρομα πε παρουσία ουδετεροπενίας

 Χρόνια ιδιοπαθής ουδετεροπενία

 Κυκλική ουδετεροπενία

 Αυτοάνοση ουδετεροπενία

 

 Άλλες δευτεροπαθείς ουδετεροπενίες

 

Τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν ουδετεροπενία με ποικίλους μηχανισμούς. Τα φάρμακα με τη μεγαλύτερη πιθανότητα πρόκλησης  ουδετεροπενίας είναι η κλοζαπίνη, τα αντιθυρεοειδικά  και την σουλφασαλαζίνη (Πίνακας 2). Η ακοκκιοκυτταραιμία που δεν οφείλεται σε χημειοθεραπευτικά σκευάσματα είναι μια σπάνια ανεπιθύμητη αντίδραση που χαρακτηρίζεται από πτώση του αριθμού των ουδετεροφίλων στο περιφερικό αίμα κάτω από 500/μl μέσω ανοσολογικών ή κυτταροτοξικών μηχανισμών [7].

 

Πίνακας 2. Κυριότερα φάρμακα που σχετίζονται με ουδετεροπενία.

Αντιβιοτικά

Ψυχοτρόπα φάρμακα

 -Μακρολίδες

 -Κλοζαπίνη

 -Τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη

 -Φενοθειαζίδες

 -Χλωραμφενικόλη

 -Τρικυκλικά και τετρακυκλικά αντικαταθλιπτικά

 -Πενικιλλίνες

Ηρεμιστικά

 -Βανκομυκίνη

 -Βαρβιτουρικά

 -Κεφαλοσπορίνη

 -Βενζοδιαζεπίνες

 -Σουλφοναμίδες

Φάρμακα γαστρεντερικού

Αντιμυκητιασικά φάρμακα

 -Σουλφασαλαζίνη

 -Αμφοτερικίνη Β

 -Ανταγωνιστές Η2-υποδοχέων

 -Φλουκυτοσίνη

Φάρμακα καρδιαγγειακού

Αντιθυρεοειδικά φάρμακα

 -Αντιαρρυθμικά (τοκαϊνίδη, προκαϊναμίδη) 

 -Θειαμαζόλη

 -Τικλοπιδίνη

 -Καρβιμαζόλη

 -Αναστολείς του ΜΕΑ (εναλαπρίλη, καπτοπρίλη)

 -Προπυλοθειουρακίλη

 -Προπανολόλη

Αναλγητικά/ Αντιφλεγμονώδη

 -Δυπιριδαμόλη

 -Ασπιρίνη

 -Διγοξίνη

 -Παρακεταμόλη

Διουρητικά

 -Φενυλβουταζόνη

 -Θειαζίδες

 -Σουλφασαλαζίνη

 -Φουροσεμίδη

 -Μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα 

 -Σπιρονολακτόνη

 -Άλατα χρυσού

 -Ακεταζολαμίδη

 -Πενικιλλαμίνη

Σουλφονυλουρίες

 -Φεναζόνη

 -Χλωροπροπαμίδη

 -Διπυρόνη       

 -Τολβουταμίδη

 -Φενακετίνη

Αντιεπιληπτικά

Ανθελονοσιακά φάρμακα

 -Καρβαμαζεπίνη

 -Αμοδιακίνη

 -Φενυντοΐνη

 -Χλωροκίνη

 -Βαλπροϊκό οξύ

 -Κινίνη

 -Αίθοσουξαμίδη

Χηλικοί παράγοντες σιδήρου

Δερματολογικά φάρμακα

 -Δεφεριπρόνη

 -Δαψόνη

 

 -Ισοτετρινοΐνη

 

Παραπομπές
  1. Lakshman R, Finn A. Neutrophil disorders and their management.
  2. Hoffbrand AV, Petit JE. The white cells. 1: Granulocytes, monocytes and their benign disorders. In: Essential Hematology. Hoffbrand AV, Petit JE (Eds). Blackwell Scientific Publications, Oxford, UK, 141-161 (1993).
  3. Lichtman MA.. Classification and clinical manifestations of neutrophil disorders. In: Hematology. Williams WJ, Beutler E, Erslev AJ, Lichtman MA (Eds). McGrawhilll Inc., NY, USA, 802-806 (1991).
  4. Dinauer MC, Coates TD. Disorders of phagocyte function and number. In: Hematology. Basic principles and practice. Hoffman R, Benz EJ, Shattil SJ et al.
  5. Palmblad J, Papadaki HA, Eliopoulos G. Acute and chronic neutropenias. What is new? J. Intern. Med. 250(6), 476-491 (2001).
  6. Papadaki HA and Pontikoglou C. Pathophysiologic mechanisms, clinical features and treatment of idiopathic neutropenia. Expert Review of Hematology. 1(2), 217-222 (2008).
  7. Pisciotta AV. Drug-Induced agralulocytosis. Peripheral destruction of polymorphonuclear leukocytes and their marrow precursors. Blood Rev. 1990;4: 226-37